- παραβλαστάνει
- παραβλαστάνωsproutpres ind mp 2nd sgπαραβλαστάνωsproutpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραβλαστάνω — Α 1. βλαστάνω δίπλα σε κάτι άλλο, βλαστάνω σε συμμετρική αναλογία με κάτι άλλο («τὸ βλέφαρον τὸ ἕτερον παρά τὸ ἕτερον παραβλαστάνει», Ιπποκρ.) 2. βλαστάνω στο πλάι 3. μτφ. α) βγάζω παρακλάδια, βγάζω παραφυάδες β) εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι κοντά… … Dictionary of Greek